- δαπεδώνω
- [δάπεδο]εξομαλύνω και επιστρώνω τμήμα εδάφους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δαπέδωση — η εξομάλυνση και στρώσιμο εδάφους. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαπεδώνω. Η λ. δαπέδωσις μαρτυρείται στον Γεράσ. Σ. Πόγγη.] … Dictionary of Greek